Μια μέρα παραλίγο να μπεις στο βαγόνι μου. Δεν πρόλαβες όμως. Η πόρτα έκλεισε μπροστά σου και εγώ έμεινα να σε κοιτάζω. Κατέβηκα Μοναστηράκι και έκατσα στα σκαλιά. Ευχόμουν να κατέβεις και καθώς θα ανέβαινες, να κοιταζόμασταν. Δεν κατέβηκες ποτέ παρ’ όλα αυτά. Θυμάμαι που –για πλάκα- σου έλεγα ότι αν ποτέ σταματήσεις να μου μιλάς, θα κάτσω έξω απ’ τον σταθμό σου και θα μοιράζω φυλλάδια που θα λένε το όνομα σου.
Σταμάτησες να μου μιλάς τελικά. Και εγώ αντί να μοιράζω εκείνα τα φυλλάδια, άρχισα να αποφεύγω τον σταθμό σου. Προτίμησα να παίρνω ένα λεωφορείο και να αργώ σχεδόν πάντα στα ραντεβού μου. Μετά από 10 μήνες σε είδα στο Μοναστηράκι μαζί με εκείνον, τον άλλον απ’ την Καλών Τεχνών. Ήμουν σίγουρος πως θα ‘σασταν μαζί. Περίμενα τόσο καιρό για αυτή την στιγμή. Σχεδίαζα κάθε μου κίνηση. Άλλοτε έλεγα πως θα ‘ρθω από πίσω να σου σκουντήξω απαλά τον ώμο, και άλλοτε έλεγα πως θα ‘ρθω, θα σε πιάσω απ’ το λαιμό και θα σε χτυπάω στο κεφάλι.
Τελικά απλώς απομακρύνθηκα. Κρύφτηκα πίσω από μια παρέα τουριστών και όταν ήρθε ο συρμός μπήκα στο ακριβώς πίσω από εσάς βαγόνι. Όταν τελικά κατεβήκατε στον σταθμό σου άρχισα να σε κοιτάζω απ’ το παράθυρο. Δεν είχες αλλάξει και πολύ σκέφτηκα στην αρχή. Για κάποιο ανεξήγητο λόγο κόλλησα στην καμπούρα σου. Αυτή που τόσο πολύ μισεί ο πατέρας σου. Αυτή που όταν είχαμε βγει πρώτη φορά σου είχα πει πως δεν φαίνεται καν. Όταν την είδα χαμογέλασα. Τελικά όντως δεν είχες αλλάξει.
Μπορεί να έκανα και λάθος, μπορεί να ‘σαι πλέον τέλεια στην ζωή σου, αγκαλιά με εκείνον.
Αυτή η αυταπάτη όμως ήταν η αρχή. Όταν είδα την καμπούρα σου συνειδητοποίησα πως έχω και ‘γώ μια, την οποία –πρέπει- οπωσδήποτε να ισιώσω.
— Χρήστος.